μηδοστισούν

μηδοστισούν
μηδοστισοῡν, ουδ. μηδοτιοῡν και μηδ' ὅστις οὖν, μηδ' ὅ,τι οὖν (Α)
ούτε καν ένας, κανένας («μήτε πλῆθος μηδὲν μηδέποτε ἐᾱν δρᾱν μηδ' ὁτιοῡν», Πλάτ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < μηδέ + ὁστισοῦν].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”